- εἰκάζειν
- εἰκάζωrepresent by an imagepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατονομάζω — (ΑΜ κατονομάζω) νεοελλ. 1. καλώ κάποιον ή κάτι με το όνομά του, αναφέρω το όνομα κάποιου 2. καταγγέλλω κάποιον ονομαστικά, αναφέρω το όνομα αυτού που καταγγέλλω μσν. αρχ. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω («Ὅμηρον δ ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ… … Dictionary of Greek